Η εκπαίδευση ως αγορά
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εφαρμόζοντας το πρώτο Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο, επιχειρεί μια διαρκή επίθεση με στόχο την απαξίωση, την υποβάθμιση και εντέλει τη διάλυση της δημόσια και δωρεάν παιδείας.
Εκρηκτική θα είναι η κατάσταση σε σχολεία και Πανεπιστήμια με τη νέα χρονιά. Η ψήφιση του νόμου-εκτρώματος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση προμηνύει σεισμικές δονήσεις πολλών ρίχτερ.
Ταυτόχρονα, το πρώτο κουδούνι θα βρει τα σχολεία με χιλιάδες κενά μια και φέτος είχαμε τους λιγότερους διορισμούς μεταπολεμικά (546 έναντι 2500 πέρσι).
Με δεδομένο ότι συνταξιοδοτούνται 11.500 εκπαιδευτικοί, ο αριθμός προσλήψεων αναπληρωτών (16.220 από το Γενικό Κρατικό Προϋπολογισμό και 4.500 μέσω ΕΣΠΑ) καθώς και οι συμπράξεις μεταξύ Μ.Κ.Ο. και «Καλλικρατικών» δήμων για πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού καταδεικνύει την πρόθεση της κυβέρνησης για επέκταση και εδραίωση των ελαστικών σχέσεων εργασίας στο χώρο της εκπαίδευσης με συνθήκες γαλέρας.
Παράλληλα, ήρθε η ώρα της αλήθειας για τις περσινές συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων. Δημιουργούνται τεράστια κενά εκπαιδευτικών πολλές χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες, σχολεία με περισσότερους μαθητές ανά τμήμα και με τους μαθητές στην επαρχία να διανύουν μεγάλες αποστάσεις.
Ακόμη και τα βιβλία δεν θα είναι στα χέρια των μαθητών στην αρχή της σχολικής χρονιάς αφού μόλις πριν λίγες μέρες έγινε η απευθείας ανάθεση εκτύπωσης (10 εκατ. ευρώ) με αδιαφανείς διαδικασίες. αυτόχρονα, η υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης (2,7% του ΑΕΠ) οδηγεί το «νέο» σχολείο της αγοράς, να ανοίξει τις πύλες του σε κάθε επίδοξο χορηγό και ιδιωτικοποιεί τη δημόσια εκπαίδευση.
Απαραίτητος για τη λειτουργία του σχολείου αυτού, είναι ο Διευθυντής manager με το νέο αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολικών μονάδων, κάτι που έγινε φανερό και από τις διαδικασίες επιλογή τους. Την ίδια στιγμή, οι περικοπές που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο (μείωση 150 ευρώ το μήνα καθαρά), με τις περικοπές από το νέο μισθολόγιο-σφαγείο να ακολουθούν, η αναδρομική ισχύ τους και ο κεφαλικός φόρος από την εφορία μέσα στο Σεπτέμβρη είναι η υφαρπαγή ενός μισθού μέχρι τα Χριστούγεννα. Αν η παραπάνω κατάσταση στην εκπαίδευση είναι βόμβα έτοιμη να εκραγεί, είναι σαφές ότι μπορεί να την απασφαλίσει η οργή και ο θυμός που δημιουργεί η νέα οικονομική αφαίμαξη των εκπαιδευτικών.
ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ
Υψηλής ειδίκευσης αμάθεια σε μια εκπαίδευση που παύει να είναι δημόσια και δωρεάν
Τα τελευταία χρόνια μόνιμα επαναλαμβάνεται από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ η ανάγκη για μια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» για να ξεπεραστεί η κρίση στην παιδεία. Αυτό που ονομάζουν «κρίση» δεν είναι παρά οι αναντιστοιχίες της εκπαίδευση με τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Το πλαίσιο αυτής αναπροσαρμογής περιγράφει η ΕΕ για λογαριασμό του κεφαλαίου συνολικά στην Ευρώπη σε μια σειρά από διακηρύξεις και ντοκουμέντα, με πιο καθοριστικό αυτό της Μπολόνια.
Φυσικά από τις διακηρύξεις στην πράξη υπάρχει απόσταση, είτε λόγω του αστάθμητου παράγοντα της σημερινής κρίσης είτε λόγω των αγώνων του κινήματος παιδείας. Έτσι μετά από κάθε νόμο για την παιδεία η συζήτηση ξεκινά από την αρχή και η προηγούμενη «μεταρρυθμιστική τομή» περνάει στην ιστορία μαζί με τους τσαλακωμένους υπουργούς παιδείας.
Στη σημερινή συγκυρία, η ανάγκη αλλαγών είναι για το κεφάλαιο επιτακτική, καθώς επιχειρεί τη λεγόμενη «επανίδρυση του καπιταλισμού» προσπαθώντας να αντέξει ή και να ξεπεράσει την κρίση με μια βουτιά στη βαρβαρότητα.
Κρίσιμη πλευρά αυτής της πολιτικής είναι η αποχώρηση του κράτους από την παροχή των κοινωνικών υπηρεσιών, η κατάργηση της έννοιας του δημόσιου αγαθού. Το κόστος της εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας για παράδειγμα δεν αντιμετωπίζονται πια ως ανελαστικές δαπάνες. Θεωρούνται δαπάνες που μπορούν να καταργηθούν, για να εξοικονομηθούν πόροι για τις νέες προτεραιότητες, όπως η σωτηρία των τραπεζών, οι εξοπλισμοί ή η διόγκωση των μηχανισμών καταστολής.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως μια μεγάλη αγορά. Στις αρχές του 21ού αιώνα ένα 6% από το ακαθάριστο προϊόν στις χώρες του ΟΟΣΑ πήγαινε στην εκπαίδευση. Το 80% από αυτό ήταν δαπάνες της κρατικής χρηματοδότησης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτά τα ποσά αντιμετωπίστηκαν ως διαφυγόντα κέρδη για τη διεθνή βιομηχανία εκπαίδευσης που έχει έναν τεράστιο και διευρυνόμενο τζίρο.
Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται η ριζική περικοπή δαπανών, από τα λειτουργικά έξοδα μέχρι το κόστος των προσλήψεων. Ακολουθεί η ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως η καθαριότητα ή το σχολικό βιβλίο και το πανεπιστημιακό σύγγραμμα, οι υποδομές και ο εξοπλισμός συνολικά. Παραπέρα ενισχύεται η απευθείας λειτουργία φορέων ιδιωτικής παιδείας όλων των βαθμίδων, γι’ αυτό και ο νόμος Διαμαντοπούλου προβλέπει τη συμμετοχή κολεγίων στην παροχή των πιστωτικών μονάδων που θα συνθέτουν τα πιστοποιητικά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προσπερνώντας έτσι τη συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών ΑΕΙ. Μια ακόμη διάσταση της ιδιωτικοποίησης είναι η άμεση εμπορευματοποίηση της έρευνας και η λειτουργία των ΑΕΙ με τρόπο που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου, δίνοντας έτσι μια εναλλακτική λύση στο τεράστιο κόστος της λειτουργίας ενός πανεπιστημίου.
Η λειτουργία με ιδιωτικοοκονομικά κριτήρια και η προβολή της δήθεν ανάγκης τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να είναι οικονομικά βιώσιμα, να «βγάζουν τα λεφτά» τους, καλύπτουν τη μετακύλιση του κόστους άμεσα στην κοινωνία. Είναι παράλογο να περιμένει κανείς άμεση οικονομική απόδοση από την εκπαίδευση. Το κέρδος δεν είναι παρά το μορφωτικό επίπεδο και ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτό για την κοινωνία. Η γενικευμένη εμπορευματοποίηση οδηγεί σε μια πραγματικότητα όπου μπορεί τα σχολεία να παραμένουν κρατική υπηρεσία, η παιδεία όμως χάνει το δημόσιο χαρακτήρα της ως κοινωνικού αγαθού που παρέχεται δωρεάν.
Όσο για το αν παραμένει εκπαίδευση, αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Η εκπαίδευση της «επανίδρυσης του καπιταλισμού» έχει στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου μοντέλου εργαζόμενου της εποχής των Μνημονίων. Η τεχνολογική εξέλιξη έχει οδηγήσει σε σημείο ώστε ο μηχανικός εξοπλισμός να ενσωματώνει ικανότητες που μόνο ο άνθρωπος εμφάνιζε στην παραγωγή, για παράδειγμα στο μηχανολογικό ή αρχιτεκτονικό σχέδιο ή ακόμη και στην υλοποίησή του, μέσα από τις προοπτικές που ανοίγει η πειραματική σήμερα τρισδιάστατη εκτύπωση. Παράλληλα όμως χρειάζονται ικανότητες χειρισμού, για τις οποίες αρκεί η διαχείριση πληροφοριών με περιορισμένο ορίζοντα και περιορισμένη αντίστοιχα διάρκεια ζωής. Είναι η διαφορά ανάμεσα στον προγραμματιστή και στο χειριστή ενός πακέτου λογισμικού. Από αυτόν απαιτούνται κατάρτιση χειρισμού υπολογιστή, πληροφορίες για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά και η ικανότητα να τις ανανεώσει όταν θα έρθει η ώρα αναβάθμισης του προγράμματος. Όχι όμως και ολοκληρωμένες γνώσεις πληροφορικής. Επίσης υπάρχει στροφή στις ελαστικές σχέσεις εργασίας είτε πρόκειται για τον προγραμματιστή είτε για τον ταμία στο σουπερμάρκετ. Το κεφάλαιο φιλοδοξεί να γλιτώσει από τον πληρωμένο νεκρό χρόνο του οχτάωρου, τις γνώσεις μιας γενικής παιδείας που δεν αφορούν άμεσα τη μία ή άλλη τη δεξιότητα που απαιτεί η συγκεκριμένη δουλειά και πάνω απ’ όλα ζητά την εμπέδωση μιας νέας εργασιακής ηθικής. Αυτής που θέλει εργαζόμενους να δουλεύουν εντατικά, με κατάρτιση μιας χρήσης, για δουλειές μιας χρήσης, χωρίς δεσμεύσεις του εργοδότη, χωρίς δικαιώματα και χωρίς τυπικά προσόντα που ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και τη διεκδίκηση.
Σε αυτό το πλαίσιο το βάρος στην εκπαίδευση πέφτει σε συγκεκριμένες δεξιότητες (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, ξένες γλώσσες και κυρίως αγγλικά και πληροφορική) που διδάσκονται πλέον από την Α‘ δημοτικού.
Αντί της γνώσης στο επίκεντρο μπαίνει η πληροφορία και η διαχείριση της. Αυτό εξυπηρετούν τα βιβλία με την πληθωρική ύλη ασύνδετων μεταξύ τους πληροφοριών και η διδακτική μεθοδολογία των εξετάσεων και των τεστ. Ολοκληρώνεται στο «νέο λύκειο» με το πρότζεκτ, την ερευνητική εργασία. Εκεί αντίθετα την έρευνα και την πρωτοβουλία του μαθητή που πρεσβεύει η επιστημονική θεωρία, το βάρος πέφτει στην παρουσίαση και διαχείριση του υλικού. Αυτό καθώς πρέπει να υλοποιηθεί στον περιορισμένο χρόνο του τετραμήνου και με περιορισμένη βοήθεια από έναν καθηγητή που επιβλέπει μεγάλο μαθητών, είναι πολύ πιθανό να είναι ετοιματζίδικο από το διαδίκτυο, βοηθήματα της αγοράς κ.ο.κ.
Την εξοικείωση με τη σκληρή εργασία φέρνουν το πολύωρο πρόγραμμα και οι εντατικοί ρυθμοί. Αυτοί διαμορφώνονται με επιλογές που ξεκινούν από τα 7ωρα της Α’ δημοτικού στα 800 πιλοτικά ολοήμερα μέχρι τον εξεταστικό μαραθώνιο του «νέου λυκείου». Ενισχυτικά λειτουργεί και η αλλαγή που θέλει το «τεχνολογικό λύκειο» να δίνει βάρος στη μαθητεία παρά στο μάθημα, δηλαδή στη νεανική εργασία με όρους παραγιού.
Η επιλογή στα πανεπιστήμια και τη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση για αντικατάσταση του πτυχίου από πιστοποιήσεις ατομικών και διαφοροποιημένων προγραμμάτων σπουδών και κατάρτισης, διασφαλίζει στο κεφάλαιο εργαζόμενους χωρίς μια ενιαία μορφωτική βάση και τα αντίστοιχα ενιαία εργασιακά δικαιώματα, την υπονόμευση δηλαδή της δυνατότητας διεκδίκησης συλλογικής σύμβασης εργασίας και συνδικαλιστικής ενοποίησης.
Κεντρική θέση σε αυτό το μοντέλο έχει ο αυταρχισμός που ουσιαστικά μεταφέρει το μοντέλο διοίκησης των επιχειρήσεων στην εκπαίδευση. Διευθυντικό δικαίωμα, ποινές, κατάργηση των εκλεγμένων οργάνων και άκριτη αποδοχή των εντολών, δημιουργούν ένα πλαίσιο χειραγώγησης και προετοιμασίας για την καπιταλιστική παραγωγή. Αποτελούν παράλληλα εγγύηση οπισθοδρόμησης, καθώς μάθηση και έρευνα χωρίς ελευθερία γνώμης και κριτικής δεν μπορεί να υπάρξει με δημιουργικό τρόπο.
Βέβαια αν έτσι το κεφάλαιο προσανατολίζει την εκπαίδευση σε αυτό που έχει ανάγκη, ένα εργατικό δυναμικό ευέλικτο, φτηνό και υποταγμένο, δε σημαίνει ότι γλιτώνει από τις αντιφάσεις. Η γενικευμένη στροφή από τη γνώση στις πληροφορίες δημιουργεί την ιδιομορφία μιας υψηλής εξειδίκευσης αμάθεια, που διασφαλίζει πολλά στο επίπεδο του κόστους και της κοινωνικής συνείδησης, αλλά δε συνιστά πλεονέκτημα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι συνειρμοί που γεννά το γεγονός ότι η Κίνα τείνει να περάσει σε επιστημονικές ανακοινώσεις τις ΗΠΑ δεν παραπέμπουν σε μια υπερδύναμη με ακλόνητη θέση.
Ακόμη χειρότερα η ριζική περικοπή των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση σε οδηγεί πάντα το χέρι των γονιών βαθύτερα στην τσέπη που έτσι κι αλλιώς αδειάζει εύκολα και γεμίζει δυσκολότερα. Έτσι λχ οι συγχωνεύσεις σχολείων σε πολλές περιοχές δημιουργούν ανάγκες για μετακίνηση μαθητών, η οποία καθώς περνά στους χρεοκοπημένους δήμους, προσθέτει ένα ακόμη κοινωνικό πρόβλημα. Η μεγάλη μείωση των διορισμών αφήνει άδεια από προσωπικό τα ολοήμερα και σε αδιέξοδο τους εργαζόμενους γονείς. Για να ακολουθήσουν οι μαζικές προσλήψεις αναπληρωτών και ωρομισθίων με όρους ακόμη πιο «ελαστικούς», ενώ στο προσκήνιο ήρθε και με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών για να συμπληρωθούν τα κενά.
ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ
Φετίχ ο νέος ατομικός φάκελος προσόντων
Αντιμέτωπη με ιστορική μετάλλαξη βρίσκεται η θεσμική εκπαίδευση, πιο δειλά στις πρώτες βαθμίδες και πιο καθαρά στην τριτοβάθμια. Το σχολείο και ιδιαίτερα το Πανεπιστήμιο αλλάζουν ριζικά. «Ως πριν από λίγες δεκαετίες η βασική εκπαίδευση και τα προσόντα καθόριζαν τη θέση του καθενός στην κοινωνία περίπου για όλη του τη ζωή. Σήμερα όχι μόνο οι μηχανές (το φυσικό κεφάλαιο) αλλά και τα άτομα (το ανθρώπινο κεφάλαιο) μπορούν να καταστούν απαρχαιωμένα… Έτσι ο σκοπός του σχολείου δεν θα είναι πλέον να παράσχει ένα τελικό προϊόν για τη βιομηχανία» (Ρόλαντ Γκας, σύμβουλος ΟΟΣΑ σε εκπαιδευτικά θέματα). Η εκπαιδευτική διαδικασία δεν καθορίζεται πια από το «τι διδάσκεται ο εκπαιδευόμενος» αλλά από το «τι μπορεί να κάνει μετά την εκπαίδευσή του», που ορίζεται ως «μαθησιακά αποτελέσματα».
Οι έννοιες αλλάζουν εντελώς. Το χρήσιμο στην αγορά εργασίας δεν είναι πια μια γνώση έστω και με τη μορφή κατάρτισης, αλλά πλήθος εξαιρετικά συγκεκριμένων δεξιοτήτων και πληροφοριών που μπορούν να αποδώσουν γρήγορα και οικονομικά το μέγιστο κέρδος για το κεφάλαιο σε πολλές και διαφορετικές εργασίες.
Γι’ αυτό σε όλη τη βασική εκπαίδευση τα βιβλία επικεντρώνουν κυρίως σε συγκεκριμένες δεξιότητες, σε βάρος της γενικής παιδείας, στην πρωτοβάθμια μπήκαν τα Αγγλικά και οι υπολογιστές στην Α’ δημοτικού, στη δευτεροβάθμια το νέο Λύκειο είναι της εξειδίκευσης και της διαφοροποίησης ενώ στο Πανεπιστήμιο συντελείται η εκ βάθρων ανατροπή μια και οι σπουδές παύουν να έχουν ένα στοιχειωδώς ολοκληρωμένο, αναγκαίο περιεχόμενο αλλά γίνονται χυλός.
Σ’ αυτό το περιβάλλον ο εκπαιδευόμενος καλείται να γεμίσει το ατομικό του φάκελο με προσόντα και πιστοποιήσεις, φτιάχνοντας το ξεχωριστό εργασιακό του προφίλ. Μέχρι σήμερα, κάθε τίτλος σπουδών οδηγούσε σε συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα και σε αντίστοιχα συλλογικά. Σήμερα, απόφοιτοι ίδιου τύπου Λυκείου και Πανεπιστημίου θα έχουν διαφορετικούς ατομικούς φακέλους προσόντων κι άρα καμία αντικειμενική βάση διεκδίκησης συλλογικού δικαιώματος.
Η τεράστια αυτή ανατροπή που δε θα εξαρτάται από την ταξική πάλη αλλά θα αποκτά «αντικειμενική» βάση στα προσόντα των εργαζομένων, είναι βασικό όφελος και επιδίωξη του κεφαλαίου. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας για το εκπαιδευτικό κι εργατικό κίνημα. Η μάχη του περιεχομένου και της δομής των σπουδών αποκτά για πρώτη ίσως φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά τόσο κομβική σημασία γιατί δένεται άρρηκτα με τη βάση συσπείρωσης των εργαζομένων που πάντα ήταν το συλλογικό δικαίωμα.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ, ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΤΟ ΚΛΙΜΑ
Πανεκπαιδευτικό κίνημα αγώνα
Δεν έχει στοιχεία υπερβολής η εκτίμηση ότι η κυβέρνηση ενοποιώντας ως θύματα της πολιτικής της μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικούς και μεγάλο κομμάτι των πανεπιστημιακών, δηλαδή το ζωντανό στοιχείο της εκπαίδευσης, δημιουργεί όρους για ένα επικίνδυνο πανεκπαιδευτικό κίνημα. Βιάζεται η κυβέρνηση να ξεμπερδεύει με κατακτήσεις δεκαετιών και έχει δημιουργήσει το πιο εκρηκτικό κλίμα των τελευταίων 40 χρόνων.
Η χρονιά ξεκινά μέσα σε συνθήκες γενικευμένης δυσφορίας, αλλά και αγωνιστικής ετοιμότητας, όπως έγινε φανερό από τις διαδηλώσεις, μεγάλου όγκου, ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου, την Τετάρτη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το εκρηκτικό κλίμα ενισχύεται γιατί η κυβέρνηση βρίσκεται στη δυσχερή θέση να επιτίθεται ταυτόχρονα σε όλα τα εμπλεκόμενα κομμάτια της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Η εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στεγνή από κάθε μορφωτικό όραμα, σφραγισμένη από διοικητικό αυταρχισμό, υποτάσσει τα πάντα στη σταθερότητα του ευρώ και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αυταπατάται η κυβέρνηση πιστεύοντας ότι νομοθετώντας στα μουλωχτά και δημιουργώντας νομικά τετελεσμένα θα αποφύγει την κοινωνική έκρηξη.
Το κίνημα έχει δημοκρατικές και αγωνιστικές παρακαταθήκες πολιτικών συγκρούσεων. Η επιδίωξη του να σταματήσει το θανατηφόρο ηλεκτροσόκ της αγοράς είναι πρωταρχικός στόχος. Τώρα μάλιστα που η κυβέρνηση απομονώνεται, χάνει παραδοσιακά κοινωνικά της στηρίγματα και καταφεύγει στα κόμματα της Δεξιάς ζητώντας συναίνεση. Η δράση του κινήματος πρέπει να είναι άμεση και δυναμική με απαρέγκλιτο κριτήριο τη διασφάλιση των αναγκών και δικαιωμάτων εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτικών.
Από αυτή την άποψη η πάλη πρέπει να είναι περισσότερο από ποτέ πανεκπαιδευτική, με κοινό πλαίσιο διεκδικήσεων, κοινό αγωνιστικό βηματισμό και με επιδίωξη να παίρνει όσο γίνεται παλλαϊκά χαρακτηριστικά με τη δραστική συμμετοχή του γονεϊκού κινήματος αλλά και ευρύτερα του εργατικού αναδεικνύοντας την πάλη για τη δημόσια και δωρεάν Παιδεία σε υπόθεση όλης της κοινωνίας.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δε θέλει να έρθει σε πραγματική συνολική σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική και τους εκπροσώπους της γι’ αυτό δε θέτει συνολικούς πολιτικούς στόχους, κατακερματίζει τα προβλήματα και περιορίζεται σε επιμέρους άνευρες ανακοινώσεις επικοινωνιακής διαμαρτυρίας, προβάλει συντεχνιακές λογικές, όπως η ιδιαιτερότητα του εκπαιδευτικού επαγγέλματος. Υπονομεύει έτσι, στην ουσία του τον αναγκαίο πανεκπαιδευτικό και πανεργατικό συντονισμό τόσο σε επίπεδο κοινών αιτημάτων όσο και σε αγωνιστικό σχεδιασμό. Αντιμετωπίζει το συντονισμό γραφειοκρατικά, μόνο κάτω από την ομπρέλα της κακόφημης ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ. Φυσικά, δεν απευθύνεται στην κοινωνία με τρόπο που να συμβάλλει στον ξεσηκωμό της και στον κοινό αγώνα.
Η ανάπτυξη ενός δυναμικού ρωμαλέου πανεκπαιδευτικού κινήματος με διασύνδεση με την κοινωνία και συμβολή στο γενικότερο ξεσηκωμό της και στη δημιουργία ενός πανεκπαιδευτικού «μπλακ άουτ» θα κριθεί στη δυνατότητα να ξεπεράσει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να συνευρεθεί κι οργανωθεί από τα κάτω. Θα κριθεί από την ικανότητα της μαχόμενης εκπαίδευσης να ανοίξει νέους δρόμους επικοινωνίας με κοινές συνελεύσεις των διαφορετικών κομματιών την ανάδειξη σχολείων και σχολών σε κέντρα αγώνα ευρύτερων κομματιών της κοινωνίας (μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών, γονιών, εργαζομένων), τη συμβολή και επικοινωνία με το κίνημα των πλατειών και εργασιακών χώρων αλλά και στην ανάπτυξη αποφασιστικών συγκρουσιακών μορφών διαρκείας τόσο απεργιακά όσο και με καταλήψεις σχολείων και σχολών αλλά και κέντρων διοίκησης και κρατικής εξουσίας (διευθύνσεις, περιφέρειες, Δήμους, Υπουργείο).
Η ανατροπή των Μνημονίων και του Μεσοπρόθεσμου, η διαγραφή του χρέους με έξοδο από το ευρώ και η ανατροπή της κυβέρνησης είναι στόχοι που διευρύνουν την αντίθεση στην εκπαιδευτική πολιτική. Ανοίγουν και δρόμους για πλατιές κοινωνικές συμμαχίες με τους εργαζόμενους γονείς που πλήττονται άμεσα, με το δημόσιο που χτυπιέται επίσης από το νέο μισθολόγιο, με την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία που δέχεται επίθεση στο όνομα του χρέους και της σωτηρίας του ευρώ.
Η δράση του κινήματος πρέπει να είναι άμεση και δυναμική με απαρέγκλιτο κριτήριο τη διασφάλιση των αναγκών και δικαιωμάτων εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτικών.