Οι “πλατείες”, η κοινωνική και πολιτική κραυγή αυτών που μέχρι σήμερα δεν είχαν φωνή
Η αφορμή γι’ αυτό το κείμενο μας δόθηκε από τα γεγονότα της 3ης Σεπτέμβρη 2011 στην Πλατεία Συντάγματος, όλα όσα ακολούθησαν την επαναδιεκδίκηση της πλατείας από χιλιάδες διαδηλωτές για πρώτη φορά τόσο μαζικά μετά την βίαιη εκκένωσή της από την αστυνομία το ξημέρωμα του Σαββάτου 30 Ιούλη 2011.
Η σπουδαιότητα της πραγματοποίησης μιας αληθινά μεγάλης συνέλευσης στο κέντρο της πλατείας και την ίδια στιγμή η πραγματοποίηση μιας σοβαρής διαδήλωσης πάνω στη λεωφόρο Αμαλίας, επισκιάστηκε ακόμα μια φορά από την άγρια καταστολή και τον εκτεταμένο τρόμο από τα ΜΑΤ, στο κέντρο της πόλης.
Όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενη ανάρτησή μας:
Το αν η πλατεία Συντάγματος θα ανακαταληφθεί ή όχι και με τι χαρακτήρα, είναι ένα ανοιχτό πολιτικό στοίχημα. Και επειδή η μία πλευρά (η κυβέρνηση) έχει καθαρή θέση, αναρωτιόμαστε στ’ αλήθεια ποια είναι η θέση της άλλης πλευράς. Δηλαδή των πολιτικών δυνάμεων που υποτίθεται πως στηρίζουν το «κίνημα των πλατειών».
Το στηρίζουν, ναι ή όχι;
Αν το στηρίζουν, ποιό το νόημα της περιορισμένης παρουσίας στην πλατεία της συντεταγμένης αριστεράς από τη μία, και από την άλλη ποιός είναι ο στόχος της διαρκούς προσπάθειας από κάποιες άλλες «βίαιες» ας το πούμε συνιστώσες να υποβάλλουν με κάθε ευκαιρία το εύθραυστο αυτό εγχείρημα στη δοκιμασία αυτοσχέδιων συγκρούσεων με την αστυνομία, η οποία με τη σειρά της – έχοντας την πρωτοβουλία της έντασης της βίας – τις μετατρέπει συστηματικά σε πογκρόμ κατά της “πλατείας”;
Και ποιο είναι το νόημα της εστίασης από μια σειρά κινηματικούς ιστοτόπους που και αυτοί στηρίζουν το κίνημα των πλατειών στην άγρια καταστολή και όχι στο σύνολο της εικόνας;
Πώς από το μεγάλο και το όλον οδηγούμαστε συνέχεια να συζητάμε για το μερικό και το τετριμμένο;
Μήπως γιατί το έχουμε συνηθίσει;
Μήπως γιατί συγκαλύπτοντας ορισμένες πλευρές της εικόνας, ενθαρρύνουμε τις κρυμμένες άκρες;
Ή μήπως είναι κάτι βαθύτερο και σοβαρότερο;
Ας δούμε.
Όταν τα κρατικά ή ιδιωτικά – πολιτικά και εμπορικά ελεγχόμενα – δίκτυα μαζικής ενημέρωσης διαστρεβλώνουν τις ειδήσεις, μιλάμε για «χειραγώγηση» και «κατευθυνόμενη ενημέρωση».
Όταν, αριστερές, αντιεξουσιασιαστικές ή ανεξάρτητες οργανώσεις, εφημερίδες, έντυπα και ιστοσελίδες «ερμηνεύουν» την πραγματικότητα, μιλάμε για «πολιτικές» απόψεις.
Η επιλεκτική διάδοση των γεγονότων δεν είναι προνόμιο της κρατικής ή της ιδιωτικής – εμπορικής ενημέρωσης.
Μπορούμε θαυμάσια να το μοιραστούμε εξίσου αποτελεσματικά όλοι μας και τις περισσότερες φορές χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.
Η κουλτούρα της μονομέρειας γίνεται τόσο περισσότερο διάχυτη στο σύνολο της πληροφόρησης όσο πιο έντονα διαμορφώνεται στους κεντρικά ελεγχόμενους πόλους της ενημέρωσης των εφημερίδων και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ.
Ενώ θα περίμενε κανείς, οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που επικαλούνται την κοινωνική χειραφέτηση, την ανατροπή του καπιταλισμού, την αταξική κοινωνία, την κοινωνία χωρίς εξουσία και κάθε ανάλογο πρόταγμα να επιχειρήσουν να εντάξουν στην καθημερινή τους αναπαράσταση του κόσμου στοιχεία του οράματός τους για το μέλλον, αυτό δεν συμβαίνει.
Όσο μονομερείς και χειραγωγητικοί εμφανίζονται οι εντεταλμένοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης των καθεστωτικών μέσων προπαγάνδας, άλλο τόσο και περισσότερο μονομερείς, έμμονοι και εχθρικοί στην ανάγνωση της συνολικής εικόνας, αναδεικνύονται, παραδόξως, οι πολέμιοι του καθεστώτος.
Αυτό το φαινομενικό παράδοξο δεν είναι ωστόσο ανεξήγητο, αφού η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα στο σύνολο ενός κοινωνικού σχηματισμού είναι η πολιτική κουλτούρα της κυρίαρχης τάξης.
Αν όμως η μονομέρεια, η συγκάλυψη, η προπαγάνδα και η χειραγώγηση αποτελούν για τις κοινωνικές ελίτ την κεντρική στρατηγική για τη διατήρηση του κοινωνικού ελέγχου πάνω στο σύνολο της κοινωνίας (η καταστολή είναι φυσικά πανταχού παρούσα χρυσή εφεδρεία στις στιγμές της απώλειας αυτού του ελέγχου), τί να σημαίνει η υιοθέτηση της ίδιας στάσης από τους διακηρυγμένους αντιπάλους του καθεστώτος;
Μιας και όπως είναι απόλυτα σαφές, τα ίδια τα μέσα της χειραγώγησης δεν μπορούν από τη φύση τους να υπηρετήσουν σκοπούς χειραφέτησης, η μόνη λογικά διαθέσιμη απάντηση που απομένει είναι πως κάτω από ορισμένες συνθήκες και οι πολιτικά στρατευμένοι πολέμιοι του καθεστώτος αποβλέπουν επίσης σε μια ορισμένη μορφή ελέγχου. Δεν μπορούν βέβαια με τα συνήθως αδύναμα μέσα που διαθέτουν να ελέγξουν (πειθαρχήσουν, ανατρέψουν) το καθεστώς, απόδειξη πως αυτό διατηρείται ακέραιο στη θέση του. Προς τα πού λοιπόν κατευθύνονται οι πρακτικές του ελέγχου μέσω της επιλεκτικής προπαγάνδας;
Εδώ, η απάντησή μας είναι απλή και κατηγορηματική:
Στόχος κάθε εξωτερικής των κοινωνικών διεργασιών συγκροτημένης και ιεραρχικά ελεγχόμενης ιδεολογικής πειθαρχίας είναι, απλά, η πολιτική διάδοσή της και ο έλεγχος της κοινωνίας.
Τις ιστορικές περιόδους κατά τις οποίες οι πολιτικές συγκροτήσεις που «μάχονται το καθεστώς» είναι αριθμητικά και σε αποτελεσματικότητα υποδεέστερες των δυνάμεων που νέμονται την εξουσία ώστε να τις ανατρέψουν, ο έλεγχός τους περιορίζεται σε κοινωνικά υποσύνολα και ομάδες ανθρώπων ανάλογα με τις υποκειμενικές τους δυνατότητες, τις ιστορικές τους ρίζες και την καπατσοσύνη τους στην «πολιτική αγορά υπηρεσιών».
Από την πολιτική χειραγώγηση στην κοινωνική χειραφέτηση.
Κεντρικό ρόλο στις στρατηγικές κοινωνικής χειραγώγησης όλων των πτερύγων του πολιτικού φάσματος – και την οποία υπηρετεί η τακτική της επιλεκτικής απόκρυψης και της προπαγάνδας – έχει η στρατηγική του πλαστού διλήμματος ( ένα δίλημμα του οποίου η απάντηση βρίσκεται πάντα εκτός του διπόλου του ερωτήματος) .
Αν τώρα στον αστικό πολιτικό κόσμο το πλαστό δίλημμα τίθεται σαν το δίλημμα για επιλογή ανάμεσα στην διακυβέρνηση ενός κάθε φορά από τους δύο πόλους του λεγόμενου «δικομματισμού», στον κόσμο της συντεταγμένης πολιτικής αριστεράς και αντίστοιχα του α/α χώρου, το πλαστό δίλημμα (αν και πιο περίπλοκα) τίθεται με τους όρους του «μόνο με μας θα ανατρέψουμε τον καπιταλισμό» (και με κανέναν άλλο) και όλοι οι άλλοι αγνοούν, αδυνατούν, είναι συμβιβασμένοι, μικροαστοί, πουλημένοι στο καθεστώς και ούτω καθ’ εξής, επιχειρήματα που μπορεί να είναι μερικώς αληθή για τον καθ’ έναν που τα χρησιμοποιεί, όπως και μερικώς ψευδή, να ισχύουν όλα ή κανένα, χωρίς όμως κανείς να μπορεί ή να θέλει να ελέγξει στ’ αλήθεια την εγκυρότητα αυτών των αφορισμών. Όποιος δε, το αποτολμά, συνήθως εκπίπτει σαν υπονομευτής της ενότητας διαγραφόμενος ή αποχωρήσας.
Ωστόσο, το πλαστό δίλημμα της αριστεράς έχει μια «αχίλλειο πτέρνα».
Είναι η πίστη και η αναφορά όλων (ψευδώς ή αληθώς, έχει πάντως ισχυρό έρεισμα στις συνειδήσεις και την πράξη των ανθρώπων) στο κοινωνικό κίνημα, είτε το αποκαλούν μαζικό, είτε συνδικαλιστικό, είτε γειτονιάς, είτε περιβαλλοντικό, είτε εργατικό, γυναικείο, φοιτητικό, ή μαθητικό, και η συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες, τους οποίους εξάλλου φιλοδοξούν – ο καθ’ ένας για τον εαυτό του – να καθοδηγήσει, επικρατώντας επί όλων των άλλων διεκδικητών της καθοδήγησης των αγώνων.
Αυτή λοιπόν η «αχίλλειος πτέρνα», δηλαδή το κοινωνικό κίνημα, είναι που μπορεί να λύσει το πλαστό δίλημμα της συντεταγμένης πολιτικής αριστεράς και όσων δυνάμεων επικαλούνται την κοινωνική χειραφέτηση, με κίνδυνο, φυσικά, ως «αχίλλειος» να τις αφανίσει, ως αυτό που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να τους ανοίξει μια νέα δυνατότητα αλλά, φυσικά, καμία μελλοντική βεβαιότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι συντεταγμένες αντικαπιταλιστικές δυνάμεις έχουν με το κοινωνικό κίνημα μια σχέση Αγάπης – Μίσους, αφού από τη μια το αντιμετωπίζουν ως μέσο για στενά δική τους κυριαρχία και την επιβολή των αποκλειστικά δικών της ιδεών – η καθεμία επί του συνόλου των κοινωνικών υποκειμένων που το συγκροτούν αλλά ταυτόχρονα, φοβούνται ότι – πράγμα που είναι πάντα ένα ανοιχτό ενδεχόμενο – το κοινωνικό κίνημα θα τις ξεπεράσει, θα τις υποκαταστήσει και ίσως και να τις αφομοιώσει.
Την σχέση αυτή αγάπης – μίσους, έμπνευσης – καθοδήγησης, κύρους – εξουσίας, την αντιλαμβάνονται φυσικά και τα κοινωνικά υποκείμενα των κινημάτων γι αυτό και στις περιόδους της ενδυνάμωσής τους, η σχέση αγάπης – μίσους γίνεται αμφίδρομη και τα κινήματα την ανταποδίδουν συχνά με τη σειρά τους στην αριστερά.
Και τότε, η κάθε «αριστερά» κρίνεται ως αριστερά από την απάντηση που θα δώσει απέναντι στο αναπτυσσόμενο κίνημα και την κριτική που υποχρεωτικά θα ασκήσει αυτό τόσο στην ίδια όσο στις παραδόσεις της.
Τότε, ή θα παραμείνει προσκολλημένη στη θέση της καθοδήγησης – υποκατάστασης – χειραγώγησης της πορείας του κόσμου και το κίνημα ας συντριβεί, ή θα συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του κοινωνικού αγώνα με τον κίνδυνο να αφομοιωθεί η ίδια αλλά και να αντιμετωπίσει την πιθανότητα της νίκης και της διάδοχης αβέβαιης κατάστασης χωρίς επιστροφή.
Με αυτό το πνεύμα παρακολουθούμε και συμμετέχουμε στο κίνημα των πλατειών των τελευταίων μηνών και με αυτή την κριτική κατανοούμε την αμφίθυμη στάση της αριστεράς και του α/α χώρου προς της πλατείες (και το αντίστροφο).
Μόνο που, ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Αυτή την περίοδο τα διλήμματα που τίθενται είναι και πάλι ιστορικά, και οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις συνηθισμένες σε ένα καθεστώς που απλώς τις ανέχεται στην άκρη του πολιτικού φάσματος έχουν μετατραπεί σε πολιτικά κατοικίδια του συστήματος. Πιο ήμερα ή πιο άγρια δεν κάνει και μεγάλη διαφορά. Το αφεντικό πάντως δεν τολμούν να το δαγκώσουν. Πότε πότε δαγκώνουν απλά κανέναν ανυποψίαστο περαστικό.
Οι «πλατείες» δεν είναι άσκηση άμεσης δημοκρατίας. Είναι η κοινωνική και πολιτική κραυγή αυτών που μέχρι σήμερα δεν είχαν φωνή. Οι «πλατείες» αποδείχτηκαν ο κατάλληλος τρόπος για την κοινωνική και την πολιτική επανένωση. Να τις στηρίξουμε, να τις προφυλάξουμε, να συμμετέχουμε και όσο και αν μας φαίνεται ουτοπικό, να διακινδυνεύσουμε ακόμα και να νικήσουμε στο τέλος!
«για την κοινωνική αριστερά» 7.9.2011