Η ιστορία του εργατικού κινήματος μας διδάσκει

Στις αρχές του 1911, Γενάρη μήνα, απεργούν οι τραμβαγέρηδες της Αθήνας. Η Ηλεκτρική Εταιρεία είχε πάρει την απόφαση να διαλύσει το σωματείο τους. Έβλεπε πως οι εργάτες της όλο και σήκωναν κεφάλι και γι’ αυτό θέλησε να τους κάνει έναν αιφνιδιασμό και να τους χτυπήσει εκεί που χρειαζόταν. Έτσι η Εταιρεία έριξε το σύνθημα:

«Να διαλυθεί ο σύνδεσμος των τροχιοδρομικών.»

Οι τραμβαγέρηδες απάντησαν με απεργία, που δείχνει ολοφάνερα πως οι εργάτες – αν και την εποχή εκείνη ο Θεοδωροπουλικός ρεφορμισμός ήταν στις δόξες του – με το ταξικό τους ένστιχτο, γράφουν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της Ιστορίας του εργατικού μας κινήματος.

Η απεργία κηρύχτηκε στις 21 του Γενάρη. Η κίνηση αμέσως σταμάτησε ολότελα. Οι απεργοσπάστες είναι πολύ λίγοι. Οι δύο πρώτες μέρες πέρασαν ήσυχα. Την τρίτη όμως μέρα η Εταιρεία γυρεύει να βάλει σε κίνηση μερικά τραμ, χρησιμοποιώντας απεργοσπάστες. Αυτό το είχαν αποβραδίς μάθει οι απεργοί και από πρωί μπλοκάρουν το αμαξοστάσιο, φέρνουν μάλιστα μαζί τους και τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

Έτσι η απεργία παίρνει επαναστατικό χαραχτήρα.

Το θέαμα της απεργιακής αυτής εξέγερσης δεν το ξανάδε η Αθήνα. Οι τραμβαγέρηδες, με την αποφασιστική τους στάση και τον ηρωισμό τους, δείξανε πως και στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα έχει ζωντάνια. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό και η συνοικία της Αγίας Τριάδας στρατοκρατείται. Η μάντρα της Λαχαναγοράς θαρρείς πως είναι στρατώνας. Οι απεργοί όμως δεν τρομοκρατούνται.

Είναι πρωί ακόμα (24 του Γενάρη) κι ακούονται φωνές και τραγούδια. Έρχεται μια ομάδα από τσιγαράδες κι αρβυλοεργάτες του Εργατικού Κέντρου. Μπροστά ανεμίζει το κόκκινο λάβαρο του Σοσιαλιστικού Ομίλου των τσιγαράδων, ενώ οι εργάτες σιγοτραγουδούν κάποιο σοσιαλιστικό μαρς. Οι απεργοί βάζουν αφτί ν’ ακούσουν το τραγούδι. Μερικοί, είναι αλήθεια, στραβομουτσουνιάζουν.

«Ουφ! κι αυτοί οι σοσιαλιστάδες. Τι τα θέλουμ’ εμείς αυτά…»

Οι πιο πολλοί, όμως, ενθουσιάζονται. Ο ερχομός των τσιγαράδων και των αρβυλοεργατών τούς δίνει κουράγιο. Είναι, μπορούμε να πούμε, ο αρραβώνας της εργατικής, της ταξικής αλληλεγγύης. Οι ώρες περνούν με συζητήσεις, φωνές, γέλια και λογής λογής σχόλια γύρω στην απεργία. Πλησιάζει δέκα και μισή, όταν φτάνουν ο εισαγγελέας Σπηλιάδης, ο ανακριτής Φωκάς, ο διευθυντής της Αστυνομίας κι ο νομάρχης Παπαμιχαλόπουλος.

Τα πνεύματα ήταν ερεθισμένα. Η κυβέρνηση φαινόταν σαστισμένη. Η «Εστία» απειλούσε. Πρέπει να πάρει τέλος, έγραφε, αυτή η απεργία. Ο ένας ύστερα από τον άλλο οι πλουτοκράτες Στρατούλης, Νεγρεπόντης, Οικονομίδης, Μπενάκης πηγαίνουν στον Βενιζέλο και διαμαρτύρονται: Ακούς εκεί απεργίες; Πρέπει να τσακιστούν όσο είναι καιρός. Καλομάθανε. Μα, δεν υποφέρονται!.. Ο ιδιοκτήτης της «Πατρίδος» Σίμος, σαν τη λυσσασμένη μαϊμού, βγάζει σάλιατα και φοβερίζει το Βενιζέλο «διά την χλιαράν στάσιν του απέναντι της απεργίας».

Να μην τα πολυλογάμε, το σύνθημα της κεφαλαιοκρατίας ήταν: Βαράτε!

Ο Βενιζέλος όμως, πιο πονηρός και πιο έμπειρος, τους καθησυχάζει. Δε βιάζεται. Στέλνει τον Θεοδωρόπουλο να δώσει στους απεργούς υποσχέσεις για να λύσουν την απεργία. Η βενιζελική ταχτική πέτυχε. Οι απεργοί παρασύρθηκαν κι αναθέσανε στον Θεοδωρόπουλο να πάει στον Βενιζέλο να του ζητήσει να μεσολαβήσει η κυβέρνηση για να δεχτεί η Εταιρεία τα περισσότερα αιτήματά τους.

Ο Βενιζέλος αρχίζει να τρίβει τα χέρια από τη χαρά του. Ετυχε να βρεθεί τότε στο υπουργείο των Εσωτερικών, μαζί με τον Ρέπουλη, και γυρίζοντας του λέει: «Τα βλέπεις; Η ταχτική μου έφερε αμέσως το αποτέλεσμα που περίμενα». Και χωρίς να χάσει καιρό παίρνει ύφος θυμωμένου και λέει στον Θεοδωρόπουλο να πει στην επιτροπή των απεργών πως η κυβέρνηση «θ’ αναλάβη να υποστηρίξη όλα τα αιτήματα των απεργών και θ’ ασκήση όλην την προς τούτο επιρροήν της διά να γίνουν δεκτά παρά της Εταιρείας, υπό έναν και απαράβατον όρον, να αναλάβουν πρώτον οι απεργοί εργασίαν».

Ο Θεοδωρόπουλος κατέβηκε ν’ ανακοινώσει στους απεργούς τις κυβερνητικές υποσχέσεις και με τρόπο άρχισε να κάνει προπαγάνδα για τη διάσπαση της απεργίας. Βρήκε όμως τους απεργούς ενωμένους. Σε λίγο ο ίδιος, μαζί με κοινωνιολόγους βουλευτές, πήγε να βρει τον Ρέπουλη για να σκεφτούν για νέα λύση, μια που οι απεργοί ήταν ερεθισμένοι.

Πριν ακόμα πάει η παραπάνω επιτροπή από τον Θεοδωρόπουλο και τους κοινωνιολόγους βουλευτές στο Βενιζέλο για να του ανακοινώσει πως αποφασίστηκε από δαύτους – όχι όμως κι από τη μάζα – να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση για το σταμάτημα της απεργίας, η Αστυνομία και η Εισαγγελία βγάλανε πολλά εντάλματα για συλλήψεις.

Είχε πια νυχτώσει και οι ώρες περνούσαν. Κοντεύανε μεσάνυχτα. Έξω χιόνιζε. Μα οι απεργοί ήταν στις θέσεις τους. Ο αστυνόμος Μαρούδας με μια κουστωδία από χωροφύλακες πάει να πιάσει την απεργιακή επιτροπή, μα τα βρίσκει σκούρα. Οι απεργοί αντιστέκονται. Πέφτουν πυροβολισμοί. Ένας από τους απεργούς φρουρούς, ο Σκούτελας, κρατάει καλά τη θέση του. Οι δυο άλλοι, ο Αναστασίου και ο Γεωργίου, ξεφεύγουν με τρόπο και πάνε και χτυπάνε την καμπάνα. Σωστός συναγερμός. Η οδός Πειραιώς γεμίζει από κόσμο, φωνές, ποδοβολητά αλόγων, βρισιές, κακό μεγάλο. Η μάχη αρχίζει.

«Ζήτω η απεργία», ακούεται μια φωνή, και με μιας χίλια στόματα φωνάζουν: «Ζήτω η απεργία!» Την απάντηση στη ζητωκραυγή αυτή τη δίνει ένας αξιωματικός με τη διαταγή:

«Πυρ!»

Το Πεζικό αρχίζει τις τουφεκιές και το Ιππικό κάνει επέλαση. Μάχη σωστή. Στήνονται οδοφράγματα. Οι απεργοί, καταμεσής του δρόμου, ταμπουρώνονται με ό,τι βρούνε μπροστά τους. Στο αναμεταξύ έρχεται κι’ άλλος στρατός. Οι απεργοί είναι περικυκλωμένοι από παντού. Αν και τα χέρια τους είναι ξυλιασμένα από την παγωνιά της νύχτας, ωστόσο κρατούν καλά τα πιστόλια τους. Σημαδεύουν και ρίχνουν.

Δε δειλιάζουν. Σπάζουν κιόλας τη στρατιωτική ζώνη και τραβούν για τα γραφεία του σωματείου τους. Το Ιππικό κάνει νέα επέλαση. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Φτάνουν, τέλος, μπροστά στα γραφεία κι αντιστέκονται όσο μπορούν στην επίθεση της κρατικής βίας. Οι πόρτες του γραφείου του σωματείου τους σπάζουν. Ο στρατός είναι πολύς κι έχει πιάσει όλα τα πόστα. Δε λιγοψυχούν, μα και δε βαστούν άλλο. Η αντίστασή τους κλονίζεται. Όμως, δε χάνουν το ηθικό τους. Υποχωρούν, μα δεν παραδίνονται. Αρχίζει τότες το κυνηγητό και οι συλλήψεις.

Έτσι η απεργία λύθηκε την άλλη μέρα, στις 26 του Γενάρη, και η Εταιρεία αναγκάστηκε να ξαναπάρει όλους τους απεργούς.

Ποιος νίκησε; Κανένας. Ούτε οι απεργοί, ούτε η Εταιρεία.

Ωστόσο κάποιο μεγάλο δίδαγμα για τους εργάτες βγήκε από την απεργία αυτή. Ήταν το βάφτισμά τους στους ταξικούς αγώνες.

(απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου: Ιστορία του Ελληνικού εργατικού κινήματος, Ζ΄ έκδοση, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1972)
πηγή

µικρο URL: https://activepropaganda.espivblogs.net/?p=1376
Share on

activepropaganda

αντιπληροφόρηση

Ίσως σας ενδιαφέρουν…