Το δικαίωμα στην ατομική άποψη και μερικά από τα ανασταλτικά στερεότυπα του αναρχικού χώρου

του Φίλιππα Κυρίτση
Αν και αυτό το άρθρο απευθύνεται στους αναρχικούς, νομίζω ότι έχει κάποιο ενδιαφέρον και για όσους συμμετέχουν στο ευρύτερο κίνημα που επιδιώκει λιγότερη καταπίεση και εκμετάλλευση και περισσότερη ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη. Και έχει ενδιαφέρον γιατί τα στερεότυπα που εγώ αμφισβητώ, σε κάποιες περιπτώσεις επηρεάζουν και άλλους ακτιβιστές, που δεν θεωρούν τους εαυτούς τους αναρχικούς. Τέτοιοι είναι κυρίως οι αντιεξουσιαστές, δηλ. αυτοί που αρνούνται την κάθε εξουσία, χωρίς να υιοθετούν απόψεις και τακτικές που υποστηρίχτηκαν από τους “κλασσικούς” αναρχικούς, δηλ. τους αναρχικούς του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, που έδωσαν στις απελευθερωτικές διεκδικήσεις των αναρχικών του καιρού τους θεωρητικό υπόβαθρο. Σίγουρα, πάντως, το άρθρο αυτό δεν έχει ενδιαφέρον για όσους δεν ανακατεύονται με το ευρύτερο αντιεξουσιαστικό κίνημα.
Κάποια από τα στερεότυπα που εγώ θεωρώ ανασταλτικά για την πορεία του αναρχικού χώρου είναι:
α) Η ομοφωνία.
β) Η άρνηση οποιασδήποτε συνεργασίας με μη αναρχικά-αντιεξουσιαστικά μέσα ενημέρωσης.
γ) Η αντιεμπορευματικότητα με την μορφή της δωρεάν παροχής αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς ποτέ να λαμβάνονται υπ’ όψη τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί σε όσους δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητοι.
δ) Η άρνηση αξιοποίησης του νομικού οπλοστασίου ενάντια σε όσους το εφαρμόζουν που γίνεται στο όνομα κάποιας μελλοντικής αυτοδικίας.
ε) Η αδιαφάνεια στην λήψη αποφάσεων.

Η ομοφωνία.

Δεν ξέρω για ποιους λόγους έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι αποφάσεις σε συνελεύσεις και ομάδες πρέπει υποχρεωτικά να παίρνονται ομόφωνα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ή ταύτιση απόψεων μεταξύ όλων ή επικράτηση των απόψεων της πλειοψηφίας πάνω στην μειοψηφία ή τις μειοψηφίες. Το πρώτο είναι κατά βάθος εξαιρετικά δύσκολο μεταξύ συντρόφων, οι οποίοι έχουν ολοκληρωμένες απόψεις και συγκροτημένη προσωπικότητα. Θυμίζει τις ψηφοφορίες “δια βοής” που είναι οι πιο αντιδημοκρατικές ψηφοφορίες γιατί, ακριβώς, δεν επιτρέπουν στις μειοψηφίες να ακουστούν. Είναι εύκολο να συμφωνήσουν όλοι ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και όχι ο ήλιος γύρω από την γη, είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο, οι συμμετέχοντες σε μια συνέλευση να ταυτίζονται από άποψη θεωρητικού εξοπλισμού, κοσμοθεωρίας, κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης, ανατρεπτικής στρατηγικής και τακτικής, πείρας, διαθεσιμότητας κλπ. Και όταν πρόκειται να παρθεί μια απόφαση για μια προκήρυξη και/ή μια κινητοποίηση, όλα τα παραπάνω επηρεάζουν κάποιον, ο οποίος έχει την δυνατότητα να καταλήξει ελεύθερα σε μια απόφαση. Γι’ αυτό και για να βγει κάτι πραγματικά αντιπροσωπευτικό και συμμετοχικό θα πρέπει οι διάφορες απόψεις να εκφραστούν, να συζητηθούν και να συνδυαστούν σε κάτι κοινό. Αυτή η επεξεργασία δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένη από εκπτώσεις που θα χρειαστούν να κάνουν όλοι στις μη ταυτιζόμενες απόψεις τους. Και, σίγουρα, θα χρειαστεί κάποιες από τις ασυμβίβαστες διαφορές ή να παρακαμφθούν με ψηφοφορία, η οποία θα αναδείξει το πόσο είναι δημοφιλείς, ή θα βγουν από την μέση με την επικράτηση του δίκιου του ισχυρότερου, δηλ. οι εκφραστές τους θα τις καταπιούν όχι γιατί τις θεωρούν λαθεμένες (αν τις θεωρούσαν τέτοιες δεν θα τις προβάλανε από την αρχή) αλλά γιατί έχουν εναντίον τους την άτυπη εξουσία της πλειοψηφίας. Είναι αδύνατο η πλειοψηφία να έχει πάντα δίκιο, όταν έχουμε να κάνουμε με ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους. Και γι’ αυτό θα κάνει και λάθη. Όταν όμως η μειοψηφία, οι μειοψηφίες, ή απλά το άτομο που έχει διαφορετικές απόψεις δεν είναι σε θέση να τις υποστηρίξει μέχρι το τέλος, τότε αυτό που θα φαίνεται πάντα προς τα έξω είναι ότι για τα λάθη φταίνε όλοι ανεξαιρέτως και όχι μόνο αυτοί, των οποίων οι απόψεις επικρατήσανε. Τέτοια ομοφωνία χαρακτηρίζει ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία απαγορεύουν την διαφωνία σαν εχθρική προς τα συμφέροντα του έθνους και του λαού. Καθεστώτα που προς τα έξω δείχνουν την εικόνα ότι όλοι συμφωνούν με τον δικτάτορα είτε αυτός λέγεται Σαντάμ Χουσεΐν είτε λέγεται Κιμ Γιογκ Ιλ είτε λέγεται Φιντέλ Κάστρο είτε Μοαμάρ Καντάφι. Όμως σε τέτοια καθεστώτα οι διαφωνούντες ή καταπίνουν την διαφωνία τους ή περιέρχονται στην δικαιοδοσία της αστυνομίας με όλες τις γνωστές συνέπειες. Είναι κρίμα συνελεύσεις ή ομάδες που θέλουν να παρουσιάζονται σαν αντιεξουσιαστικές να δείχνουν προς τα έξω τέτοια ομοφωνία. Αντίθετα η ψηφοφορία, από την μια δεν υποχρεώνει κανένα να καταπίνει τις απόψεις του και να μετανιώνει γι’ αυτές και από την άλλη καθιστά υπεύθυνο τον καθένα για την επιλογή του και δεν του επιτρέπει, σε περίπτωση που αυτή αποδειχτεί λάθος, να καλυφθεί πίσω από δικιολογίες του τύπου “αφού αυτήν την άποψη είχαν όλοι οι άλλοι, εγώ τι να έκανα;” ή “έτσι κι αλλιώς η άποψή μου δεν θα περνούσε και γι’ αυτό γιατί να χαλάσω τις συντροφικές σχέσεις μου με τους άλλους;’”. Εγώ θεωρώ σαν βασικό συστατικό της αναρχικής θεώρησης της ζωής και της δράσης το δικαίωμα στην διακριτή παρουσία του ατόμου σε συλλογικότητες και ομαδοποιήσεις γενικά. Την ομοφωνία την θεωρώ χαρακτηριστικό της αγέλης, η οποία βρίσκεται υπό την επιρροή ή τον έλεγχο κάποιας τυπικής ή άτυπης εξουσίας είτε προσώπων είτε παραδόσεων και συνηθειών.
Μπορεί στις συνελεύσεις και στις ομάδες να υποτίθεται ότι η γνώμη όλων μετράει το ίδιο, όμως αυτό είναι αδύνατο. Πρώτα απ’ όλα μετράει αυτών που έχουν στην διάθεσή τους τα μέσα. Αυτά μπορεί να είναι θεωρητικά, όπως γνώσεις και ρητορικές ικανότητες, είτε να είναι πρακτικά, όπως τα τεχνικά μέσα. Ή απλά την σωματική δύναμη, η οποία σε μια κοινωνία βίας και τρομοκρατίας γνωρίζει πάντα προνομιακή μεταχείριση, επειδή οι αδύναμοι αισθάνονται μειονεκτικά απέναντι στον δυνατό που, αν το θελήσει, μπορεί να επιβληθεί με την βία. Και, δυστυχώς, στον αναρχικό και τον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο η βία, αντί να θεωρείται απαξία, θεωρείται αξία. Επίσης μετράει περισσότερο η γνώμη αυτών που συμφωνούν με την επικρατούσα στον αντιεξουσιαστικό χώρο άποψη. Σε κοινωνίες όπου η προσωπική αξιοπρέπεια του ατόμου θεωρείται πολυτέλεια, την οποία λίγη μπορούν να απολαμβάνουν, αυτός που ξεχωρίζει από το κοπάδι θεωρείται ξένο στοιχείο προς το κοπάδι, το οποίο πρέπει να απομονωθεί. Φανταστείτε έναν που σε μια συζήτηση εκατοντάδων που συμφωνούν μεταξύ τους ότι είναι εργάτες, ενώ στην πραγματικότητα είναι φοιτητές, μαθητές, ιδιωτικοί υπάλληλοι, άνεργοι κλπ., κατακρίνει τον ρατσισμό της εργατικής τάξης και την ερωτοτροπία της προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Αμέσως θα στοχοποιηθεί και θα κινδυνεύσει και η σωματική του ακεραιότητα από τους βοσκούς του κοπαδιού. Στην Ελλάδα που η μεγάλη πλειοψηφία συμφωνεί σε βασικά ζητήματα, όπως το ότι το κράτος του Ισραήλ είναι ναζιστικό, το ότι το Ν.Α.Τ.Ο. δεν έπρεπε να επέμβει στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, το ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, το ότι ο παγκόσμιος πολιτισμός είναι Made in Greece και μάλιστα Made in Ancient Greece, το ότι οι Έλληνες είναι ο πιο φιλόξενος λαός, το ότι οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι εραστές κ.ο.κ., είναι φυσικό επόμενο η διαφωνία να θεωρείται αντικοινωνικότητα και στον αντιεξουσιαστικό χώρο αντισυντροφικότητα. Και αυτό το λέω γιατί η μεγάλη πλειοψηφία δεν έχει ποτέ αναγκαστεί να εκφράσει τεκμηριωμένες απόψεις. Από φόβο ή κομφορμισμό δηλώνει αποδοχή των κυρίαρχων απόψεων, εφόσον δεν απειλούνται τα προσωπικά της συμφέροντα. Κανένας δεν έχει όρεξη να συγκρούεται με πλειοψηφίες είτε στην κοινωνία είτε στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Κι έτσι, ακόμα και αυτοί που διαφωνούν, θυσιάζονται στο όνομα της ομοφωνίας που τους εξασφαλίζει την αποδοχή από τους “συντρόφους”. Αυτή η ομοφωνία όμως κάνει τον χώρο να φαίνεται μονολιθικός και μισαλλόδοξος. Μου έχει τύχει επανειλημμένως κάποιοι που καυχιούνται πως είναι αναρχικοί, να ζητάνε από τους συνομιλητές τους, σαν αυτονόητο, να κάνουν δήλωση νομιμοφροσύνης προς τον αναρχισμό, προτού υποστηρίξουν οποιαδήποτε άποψη.

Η άρνηση οποιασδήποτε συνεργασίας με μη αναρχικά-αντιεξουσιαστικά μέσα ενημέρωσης.

Αυτή η δήλωση νομιμοφροσύνης που ανέφερα πιο πάνω, άμεση ή έμμεση, είναι που οι περισσότεροι αναρχικοί-αντιεξουσιαστές απαιτούν από τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να συνεργαστούν μαζί τους και επειδή ξέρουν ότι δεν θα την έχουν δεν συνεργάζονται με αυτά. Όμως συνεργάζονται με μέσα ενημέρωσης, όπως οι ελεύθεροι ραδιοσταθμοί, όταν οι τελευταίοι αποδεικνύουν ότι δεν θα είχαν πρόβλημα να κάνουν δήλωση νομιμοφροσύνης. Η άρνηση συνεργασίας γίνεται με την δικιολογία ότι είναι εξαρχής δεδομένη η συνεργασία των μέσων ενημέρωσης με την εξουσία και γι’ αυτό ο σκοπός τους είναι να δυσφημίσουν, να συκοφαντήσουν και να διασύρουν το κίνημα. Αυτή η άποψη, όμως, θα μπορούσε να ισχύει μόνο για καθεστώτα, όπου η προληπτική λογοκρισία και ο άμεσος έλεγχος των μέσων ενημέρωσης αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του καθεστώτος, όπως είναι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική, τουλάχιστον, τα μέσα ενημέρωσης είναι πρώτα απ’ όλα επιχειρήσεις οι οποίες εξαρτώνται βασικά από τους νόμους της αγοράς, όσο και αυτοί οι νόμοι να διαστρεβλώνονται από κρατικές παρεμβάσεις. Και γι’ αυτό ο βασικός τους στόχος δεν είναι η δημιουργία φανατικών οπαδών του καθεστώτος, όπως στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά η οικονομική τους επιτυχία σαν επιχειρήσεων. Αυτή η επιτυχία μπορεί να εξασφαλιστεί μεταξύ άλλων και με την αύξηση της ακροαματικότητας τους και ένας τρόπος αύξησης είναι η προώθηση προς το κοινό τους της εντύπωσης ότι είναι περισσότερο αντικειμενικά από τους ανταγωνιστές τους. Και ένας σίγουρος τρόπος προώθησης αυτής της εντύπωσης είναι η φιλοξενία συνεντεύξεων, ανακοινώσεων και απόψεων, όχι μόνο αυτών που ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα της εξουσίας αλλά και των απόψεων που εκφράζουν τους επικριτές της, όπως οι αντιεξουσιαστές-αναρχικοί. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, υπάρχει το προηγούμενο των εφημερίδων που προθυμοποιούνται να δημοσιεύσουν προκηρύξεις επαναστατικών οργανώσεων, ακόμα κι αν αυτές καταφέρονται με τον μεγαλύτερο φανατισμό κατά της κυβέρνησης ή του κράτους γενικότερα. Σίγουρα δεν το κάνουν γιατί συμπαθούν αυτές τις οργανώσεις. Όμως η δημοσίευση των προκηρύξεων βελτιώνει την εικόνα τους και αυξάνει το γόητρό τους σε σχέση με τις άλλες εφημερίδες. Εμένα μου έχει τύχει να δω παρουσιάστρια των ειδήσεων επαρχιακού τηλεοπτικού καναλιού να διαβάζει ολόκληρη προκήρυξη ομάδας που ανελάμβανε την ευθύνη για κάποια παράνομη δράση.
Δεν αμφιβάλλω ότι ιδανική περίπτωση για κάποιο μέσο ενημέρωσης είναι να φιλοξενεί αντίθετες προς το καθεστώς απόψεις, χωρίς όμως να διακυβεύονται οι καλές του σχέσεις με την εξουσία. Και γι’ αυτό η διεύθυνση του μέσου θα προσπαθεί πάντα να παρουσιάσει τα πράγματα με έναν τρόπο αρεστό προς την εξουσία. Όμως οι ισορροπίες είναι λεπτές και οι δημοσιογράφοι δεν είναι όλοι ταυτισμένοι με τις απόψεις της διεύθυνσης του μέσου και είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθούν μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Υπήρξαν, υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν δημοσιογράφοι, οι οποίοι παίρνουν τόσο σοβαρά τον ρόλο τους που βάζουν σε κίνδυνο την ελευθερία τους, την σωματική τους ακεραιότητα, ακόμα και την ίδια τους την ζωή, προκειμένου να κάνουν σωστά την δουλειά τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μπαίνουν στην φυλακή, βασανίζονται ή σκοτώνονται για να κάνουν σωστά την δουλειά τους. Η ίδια η ύπαρξη τέτοιων δημοσιογράφων αποτελεί το πιο ατράνταχτο επιχείρημα ενάντια στο στερεότυπο της άρνησης οποιασδήποτε συνεργασίας με μη αναρχικά-αντιεξουσιαστικά μέσα ενημέρωσης. Από την άλλη μεριά, στην προσπάθεια της διεύθυνσης του μέσου ή του ίδιου του δημοσιογράφου να παρουσιάσει τα πράγματα με έναν μειωτικό τρόπο για το κίνημα, μπορεί αυτός που έρχεται σε επαφή μαζί του να λάβει κάποια μέτρα, ούτως ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο μειωτικό για το κίνημα. Για το ότι θα είναι μειωτικό, έστω και λίγο, μπορούμε να πούμε το γνωστό “καλύτερα να σε βρίζουν παρά να σε αγνοούν”.
Εννοείται ότι, όταν μιλάω για συνεργασία, αναφέρομαι σε συνεργασία υπό όρους και όχι με κάθε μορφής μέσο ενημέρωσης. Για παράδειγμα, η συνεργασία με μέσα ενημέρωσης που αποδεδειγμένα ειδικεύονται σε δυσφημιστικές και συκοφαντικές εκστρατείες κατά του κινήματος, όπως είναι τα ακροδεξιά μέσα τύπου “Στόχος” και “Τήλε-Άστυ”, δεν τίθεται καν σαν επιλογή. Τέτοια μέσα, άλλωστε, ποτέ δεν θα επιδιώξουν συνεργασία με άτομα του χώρου. Επίσης, όταν πρόκειται για στημένο παιχνίδι, όπως σχεδόν όλες οι ζωντανές εκπομπές των πανελλήνιας εμβέλειας καναλιών της τηλεόρασης, πρέπει οι συμμετέχοντες να είναι σε θέση να ξέρουν εκ των προτέρων πως θα αποφύγουν τις παγίδες. Και αυτό δεν είναι εύκολο. Όμως είναι τρομερά σπάνιο, ένα τέτοιο κανάλι να επιδιώξει συνεργασία με κάποιον ή κάποια του χώρου. Όχι όμως αδύνατο. Για παράδειγμα, υπήρξαν και εκπομπές που περιέλαβαν αναμφισβήτητους εχθρούς της εξουσίας, όπως οι μειονοτικοί των οποίων τα δικαιώματα καταπατούνται ασύστολα, κι όμως τους άφησαν να εκφραστούν έστω και περιορισμένα, χωρίς να οδηγούν σε συμπεράσματα σε βάρος των τελευταίων. Ακόμα και η κρατική τηλεόραση έχει κατά καιρούς φιλοξενήσει εκπομπές με αρκετά εύσημα αμεροληψίας, όπως η εκπομπή “Ο βασιλιάς είναι γυμνός” του Γρηγόρη Βαλλιάνατου, ο οποίος αποτελεί κόκκινο πανί για τους φασίστες.
Συμπερασματικά, πρέπει να πω ότι το στερεότυπο της άρνησης οποιασδήποτε συνεργασίας με μη αναρχικά-αντιεξουσιαστικά μέσα ενημέρωσης, που επικρατεί στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, δεν αντέχει την ουσιαστική κριτική, προσβάλλει τους δημοσιογράφους που ριψοκινδυνεύουν για να κάνουν καλά την δουλειά τους και στερεί από τον χώρο αρκετές ευκαιρίες να ακουστεί από μεγάλο μέρος ενός κοινού που δεν είναι πάντα ούτε προβλέψιμο ούτε αμετάβλητο στις απόψεις του. Τελειώνοντας για αυτό το στερεότυπο, θέλω να πω ότι ο φανατισμός με τον οποίο τηρείται είναι τέτοιος, ώστε μου έχει τύχει αντιεξουσιαστές να αρνηθούν την συμμετοχή σε εκδήλωση μειονοτικού, ο οποίος αποτελεί και αυτός κόκκινο πανί για τους φασίστες, με την δικιολογία ότι έχει μιλήσει σε εκπομπές στην τηλεόραση. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο δεν θα ίσχυε αν αυτός που θα επιδίωκε να συμμετάσχει ήταν δηλωμένος άνθρωπος του χώρου κι ας έχει βγει στην τηλεόραση.

Η αντιεμπορευματικότητα.

Η αντιεμπορευματικότητα με την μορφή της δωρεάν παροχής αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς ποτέ να λαμβάνονται υπ’ όψη τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί σε όσους δεν είναι οικονομικά ανεξάρτητοι, είναι ένα άλλο στερεότυπο που επικρατεί στον χώρο με χειροπιαστές συνέπειες πάνω στην δυνατότητα της διάδοσης των απόψεων και των ιδεών του. Όταν κάποιος ή κάποια συλλογικότητα προσπαθεί να ενημερώσει το κοινό για κάποια ζητήματα ή, γενικά, να διαδώσει τις απόψεις της και δεν μπορεί να καλύψει ούτε τα έξοδά της, επειδή το υλικό που διακινεί διανέμεται δωρεάν, όχι μόνο πρέπει να έχει λεφτά για να το κάνει αλλά σε περίπτωση που δεν έχει, θα παρατηρεί αυτόν ή τις συλλογικότητες που έχουν λεφτά να διαδίδουν τις δικές τους απόψεις, ας είναι και εσφαλμένες, ενώ αυτή δεν θα ακούγεται γιατί δεν έχει λεφτά. Έτσι στην ενημέρωση και στην διάδοση των ιδεών μέσα στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο κυριαρχεί ο οικονομικά ισχυρότερος, όπως γίνεται στον καπιταλισμό. Υπάρχουν εφημερίδες του χώρου που διακινούνται μέσω πρακτορείων, όπως η «Βαβυλωνία» και η «Διαδρομή ελευθερίας», γιατί οι συλλογικότητες που τις βγάζουν έχουν τα οικονομικά μέσα, και δεν διανέμονται από τα πρακτορεία δωρεάν, ενώ μια ομάδα αντιεξουσιαστών μαθητών που δεν έχει λεφτά, είναι υποχρεωμένη, με βάση την αντιεμπορευματικότητα, να διανέμει δωρεάν το έντυπό της με συνέπεια να βγάλει το έντυπο μια-δυο φορές κι έπειτα να σταματήσει. Το ίδιο ισχύει και με τα DIY συγκροτήματα. Με βάση το στερεότυπο της αντιεμπορευματικότητας, μόνο τα συγκροτήματα που έχουν λεφτά μπορούν να εξασφαλίζουν επαρκή μουσικό εξοπλισμό και να κυκλοφορούν DVD κάποιας ποιότητας, ώστε να γίνονται γνωστά. Όσα αποτελούνται από μαθητές ή γενικά αδύναμους οικονομικά, είναι υποχρεωμένα να μην ξεπερνούν το τοπικό ή το φιλικό επίπεδο απεύθυνσης. Μπορεί κάποιος να μου πει ότι το οικονομικό πρόβλημα που δημιουργεί το στερεότυπο της αντιεμπορευματικότητας σε κάποια συλλογικότητα που παράγει και διακινεί υλικό, λύνεται με τα κουτιά προαιρετικής οικονομικής ενίσχυσης. Αυτό δεν είναι ποτέ σίγουρο. Τα λεφτά που μαζεύουν αυτά τα κουτιά είναι πολύ λίγα για να καλύψουν τα μεγάλα έξοδα ενός εντύπου ή μιας συναυλίας. Γι’ αυτό και για να καλυφθούν τα έξοδα μιας συναυλίας, οι διοργανωτές καταφεύγουν στην πώληση ποτών. Και για ποτά πάντα υπάρχουν λεφτά. Γιατί όμως θα πρέπει να στηρίζονται οι συναυλίες στην κατανάλωση αλκοόλ και όχι στην κάλυψη των εξόδων τους από εισιτήρια; Μήπως το αλκοόλ κάνει καλό στην υγεία των καταναλωτών του;
Ένα άλλο επιχείρημα κατά της αντιεμπορευματικότητας στα έντυπα έχει σχέση με το ενδιαφέρον που θα δείξει κάποιος για ένα έντυπο που το έχει πληρώσει σε σχέση με το ενδιαφέρον του για κάποιο που το παίρνει δωρεάν. Χωρίς αμφιβολία, όταν πληρώνει κάποιος κάποιο έντυπο, αντί για κάποιο άλλο, αυτό το έντυπο λίγο-πολύ θα το διαβάσει. Αν όμως το πάρει δωρεάν μαζί με πολλά άλλα, ποιο θα πρωτοδιαβάσει; Και τι νόημα έχει για μια συλλογικότητα να κυκλοφορεί έντυπα που δεν τα διαβάζουν αλλά απλά τους ρίχνουν μια βιαστική ματιά; Μπορεί μήπως έτσι να διαδώσει τις ιδέες της ή τουλάχιστον να ξέρει αν αυτές οι ιδέες βρίσκουν ανταπόκριση;
Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι η αντιεμπορευματικότητα είναι μια πολυτέλεια την οποία μπορούν να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους όσοι έχουν λεφτά ή είναι σε θέση να βρίσκουν με οποιοδήποτε τρόπο. Δεν μπορούν να υπάρξει σε περιβάλλον ανέχειας και γι’ αυτό όσοι δεν έχουν λεφτά δεν ακούγονται κι ας έχουν να πουν τα πιο σημαντικά πράγματα, όπως είναι οι ιστορίες των μεταναστών χωρίς χαρτιά που για να φτάσουν από τις χώρες προέλευσης στις χώρες προορισμού περνάει ο καθένας μια οδύσσεια. Όμως δεν μπορεί κανείς να με πείσει ότι ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός χώρος έχει θέσεις μόνο γι’ αυτούς που έχουν λεφτά ή μπορούν να βρουν και όσοι δεν έχουν ή δεν μπορούν να βρουν θα πρέπει να κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Αν ισχύει κάτι τέτοιο σε τι διαφέρει από την υπόλοιπη κοινωνία; Μάλιστα, εάν οι πολιτικά συνειδητοί άνθρωποι που αποτελούν το όποιο ανατρεπτικό κίνημα είχαν μάθει να πληρώνουν για τα έντυπα που διαβάζουν, όταν αυτά προέρχονται μέσα από το ίδιο το κίνημα, τότε θα μπορούσαν να σταθούν και έντυπα που πουλιούνται για να συντηρήσουν αυτούς που τα πουλάνε, επειδή αυτοί δεν μπορούν να συντηρηθούν με άλλο τρόπο. Για παράδειγμα εφημερίδες με μεταναστευτικά θέματα που πουλάνε στο δρόμο μετανάστες και οι πωλητές τους κρατάνε τουλάχιστον το μισό του αντιτίμου. Τέτοιες εφημερίδες είχα δει για πρώτη φορά να πουλάνε Αφρικανοί και Ρομά (τσιγγάνοι) στο Μιλάνο το 1997. Έγινε και μια απόπειρα στην Αθήνα που κράτησε κάποια χρόνια. Τώρα όμως δεν πουλιέται τίποτα ανάλογο και οι μετανάστες που δεν έχουν να φάνε καταφεύγουν στις φιλανθρωπικές υπηρεσίες για τους αστέγους, όπως το Κ.Υ.Α.Δ.Α. (Κέντρο υποδοχής αστέγων δήμου Αθηναίων).

Η άρνηση αξιοποίησης του νομικού οπλοστασίου.

Η άρνηση αξιοποίησης του νομικού οπλοστασίου ενάντια σε όσους το εφαρμόζουν που γίνεται στο όνομα κάποιας μελλοντικής αυτοδικίας, στηρίζεται στην ηθική αρχή ότι ένας αντιεξουσιαστής δεν νομιμοποιεί ποτέ με την εξουσία, η οποία είναι αυτή που φτιάχνει και εφαρμόζει τους νόμους και στην λαθεμένη αντίληψη ότι είναι άσκοπη η προσφυγή σε εξουσιαστικούς θεσμούς, εφόσον είναι δεδομένο ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρουν το μέρος των εχθρών της εξουσίας ή των θυμάτων της γενικά.
Γιατί όμως είναι νομιμοποίηση της εξουσίας, όταν κάποιος επιχειρεί να στρέψει τα δικά της όπλα, όπως είναι οι νόμοι, εναντίον της; Αν σε έναν πόλεμο, ένας από τους αντιπάλους μπορεί να βάλει στο χέρι κάποια από τα όπλα του εχθρού και να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του, δεν πρέπει να το κάνει γιατί έτσι νομιμοποιεί τον εχθρό του; Και γιατί είναι δεδομένο ότι οι εξουσιαστικοί θεσμοί δεν πρόκειται να πάρουν ποτέ το μέρος των εχθρών της εξουσίας ή των θυμάτων της; Μήπως δεν έχουν οδηγηθεί ποτέ στο δικαστήριο και δεν έχουν ποτέ καταδικαστεί χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της εξουσίας, όπως οι μπάτσοι, οι δικαστές, οι παπάδες, οι βουλευτές, όταν αίρεται η βουλευτική τους ασυλία, ακόμα και υπουργοί, όπως αυτοί που κατηγορήθηκαν για το σκάνδαλο Κοσκωτά; Μήπως δεν έχουν απολυθεί ποτέ μπάτσοι και δικαστές από την δουλειά τους, γιατί παραβιάσανε τους νόμους σε βάρος πολιτών; Κορυφαία απόδειξη που αποδεικνύει πόσο αβάσιμη είναι η αντίληψη ότι είναι άσκοπη η προσφυγή σε εξουσιαστικούς θεσμούς, είναι η πρόσφατη καταδίκη των Κορκονέα, Σαραλιώτη σε βαριές ποινές για τον φόνο του 15χρου Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ή μήπως δεν έχουν οδηγηθεί ποτέ στο δικαστήριο και δεν έχουν καταδικαστεί επιχειρηματίες, επειδή έχουν πολλά λεφτά; Εδώ κλείνονται με βαριές ποινές στη φυλακή μεγαλοτραπεζίτες, όπως ο Κοσκωτάς!
Δεν είναι νομιμοποίηση της εξουσίας το να χρησιμοποιήσει κανένας τους νόμους εναντίον της για να υπερασπίσει τα δικαιώματά του, ακόμα και εξαιτίας του γεγονότος ότι όλοι οι νόμοι δεν είναι εξουσιαστικό δημιούργημα, που αποσκοπεί μόνο να διασφαλίσει τα συμφέροντα της κάθε εξουσίας, αλλά πολλοί είναι και κατακτήσεις αγώνων που αποσκοπούν στην προστασία των θυμάτων της από αυτήν. Ένα παράδειγμα που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο είναι ο νόμος που κατάργησε την θανατική ποινή. Η θανατική ποινή χρησιμοποιήθηκε συστηματικά όχι μόνο για την τιμωρία σοβαρών εγκλημάτων αλλά και εναντίον πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Ο νόμος που την κατάργησε έσωσε την ζωή πολλών μελών της Επαναστατικής Οργάνωσης 17Ν που βρίσκονται τώρα στην φυλακή με πολλές ισόβιες στην πλάτη. Και δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι αυτοί ήταν επαναστάτες και αγωνίστηκαν ενάντια στην εξουσία, άσχετα αν στη θέση της σκοπεύανε να βάλουν μια άλλη εξουσία, την εξουσία του λαού. Ή μήπως το Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει μια σειρά άρθρων που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα απέναντι στην αυθαιρεσία της κάθε εξουσίας και του κάθε ισχυρού; Και ελάχιστες ιστορικές γνώσεις να έχει κάποιος, θα ξέρει ότι τα συντάγματα και οι διακηρύξεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπήρξαν κατακτήσεις επαναστάσεων και όχι δημιουργήματα της κάθε εξουσίας που αποσκοπούσε να κάνει με αυτά πιο βαριά τα δεσμά των υπηκόων της. Όταν, λοιπόν, κάποιος προσφεύγει στο Σύνταγμα και στους νόμους για να χτυπήσει την εξουσία και να υπερασπίσει τα δικαιώματά του, δεν νομιμοποιεί την εξουσία αλλά τους αγώνες που έχουν γίνει και γίνονται για περιορισμό της βίας και της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι ο αγώνας των μεταναστών απεργών πείνας για νομιμοποίηση. Η παροχή πολιτικού ασύλου και η παροχή αδειών παραμονής και εργασιακών, ασφαλιστικών και άλλων δικαιωμάτων, δεν νομιμοποιεί την εξουσία αλλά τους μετανάστες.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ούτε η νομιμοποίηση της εξουσίας, όταν κάποιος προσφεύγει στην προστασία του νόμου, γιατί κάτι τέτοιο δεν ισχύει, ούτε η μη εφαρμογή των νόμων σε βάρος εκπροσώπων της εξουσίας, γιατί αυτοί εφαρμόζονται και ενάντια τους. Όμως εφαρμόζονται “με το σταγονόμετρο”. Και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο ισχύει πάντα και θα ισχύει, όσο υπάρχει ανισότητα και υπάρχουν “μεγάλα και μικρά έντομα”. Το είχε διαπιστώσει ο αρχαίος Έλληνας νομοθέτης Σόλωνας, στον οποίο αποδίδεται το απόφθεγμα “Ο νόμος είναι σαν τον ιστό της αράχνης, τα μικρά έντομα πιάνονται, ενώ τα μεγάλα τον σχίζουν και περνούν”. Παρόλα αυτά, από την εποχή του Σόλωνα έχουν θεσπιστεί τόσοι πολλοί νόμοι που βελτιώνουν την θέση των αδυνάτων, που ούτε ο ίδιος ο Σόλωνας δεν θα μπορούσε ούτε καν να ονειρευτεί, όπως οι νόμοι που καταργήσανε την διαδεδομένη και πρωταρχικής σημασίας για την οικονομία της εποχής του δουλεία.
Όσον αφορά δε την αυτοδικία, ακόμα και η επίκλησή της είναι τραγική ειρωνεία για την Ελλάδα της εποχής μας, μια χώρα που θα μπορούσε να διεκδικήσει επιτυχώς τον τίτλο “χώρα των τραμπούκων”. Βέβαια, αν κάποιος έχει παραγεμισμένο το μυαλό του με εικόνες από επαναστάσεις και αντάρτικα κινήματα του παρελθόντος, μπορεί να ονειρεύεται και αυτοδικία τέτοιας έκτασης, σαν αυτής των Κόκκινων Χμερ, που σφάξανε εκατομμύρια, και να ονειρεύεται ότι θα σφάξει όλους τους μπάτσους, τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς. Όμως αυτούς που σκέφτονται έτσι λίγοι τους παίρνουν στα σοβαρά και προπαντός όχι το κράτος, γιατί ξέρει ότι οι άνθρωποι που θα στηρίξουν Κόκκινους Χμερ στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι και δεν αποτελούν απειλή, γιατί πρώτα απ’ όλα θα στραφεί εναντίον τους όλος ο κόσμος.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η άρνηση μηνύσεων σε βάρος των εκπροσώπων της εξουσίας ή γενικά όσων ασκούν εξουσία, όπως μπορεί να κάνει και ο τελευταίος των τελευταίων στην κοινωνική πυραμίδα, είναι το καλύτερο δώρο γι’ αυτούς, γιατί πιστεύω ότι αν δεν φοβόντουσαν τους νόμους, είναι αφάνταστα πολλοί αυτοί που θα εγκληματούσαν κατά των σωματικά και κοινωνικά αδυνάτων. Η αντίληψη ότι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί και στην συνέχεια διαφθείρονται από την κοινωνία, μια αντίληψη που λανσάρανε οι φυσιοκράτες του 18ου αιώνα και ενστερνίστηκαν οι αναρχικοί του 19ου, κάνει πολλούς σημερινούς αντιεξουσιαστές-αναρχικούς να πιστεύουν ότι χωρίς νόμους οι άνθρωποι θα γινόντουσαν από λύκοι αρνάκια. Αυτό, τουλάχιστον στην Ελλάδα που τα ποσοστά των ρατσιστών ξεπερνάνε το 80%, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε καν σαν ευσεβής πόθος. Και είμαι σίγουρος ότι ο κάθε εγκληματίας θα ευχόταν να σκεφτόντουσαν όλοι σαν τους αντιεξουσιαστές-αναρχικούς που δεν κάνουν μηνύσεις. Γιατί έτσι θα αισθανόταν ελεύθερος να συνεχίζει να εγκληματεί. Όσον αφορά την αυτοδικία, οι επαγγελματίες του εγκλήματος, όπως οι “άνθρωποι της νύχτας”, την αντιμετωπίζουν καθημερινά από τους ανταγωνιστές τους στην “ζωή της νύχτας” και γι’ αυτό αποτελεί μέρος της δουλειάς τους, ενώ οι καθωσπρέπει εγκληματίες, που βρίσκονται σε διάφορα πόστα στον κρατικό οργανισμό και στην οικονομική πυραμίδα, είναι πάντα σε θέση να προσλάβουν μπράβους για να τους φυλάνε. Αυτόν τον σκοπό, την φύλαξη, εξυπηρετούν και οι σεκιουριτάδες, που δεν είναι απαραίτητο να είναι επαγγελματίες μπράβοι.
Εγώ κάποτε (1983) κατάφερα να οδηγήσω στο δικαστήριο τον διευθυντή των φυλακών Κορυδαλλού, τον αρχιφύλακα, δυο υπαρχιφύλακες και δυο φύλακες, οι οποίοι είτε με είχαν κακοποιήσει μέσα στις φυλακή είτε παρίσταντο στην κακοποίηση μου χωρίς να την εμποδίσουν. Μηνύσεις εναντίον τους είχαν καταθέσει επίσης οι συναγωνιστές μου μέσα στην φυλακή Γιάννης Σκανδάλης και Κυριάκος Μοίρας, που επίσης κακοποιήθηκαν μαζί με εμένα. Όμως τις δικές τους μηνύσεις οι δικαστές τις βάλανε στο αρχείο, άσχετα αν ήταν τόσο βάσιμες, όπως και οι δική μου, ίσως γιατί αισθανόντουσαν ότι κινδυνεύουν λιγότερο από τους συναγωνιστές μου, αν τους αδικούσαν βάζοντας τις μηνύσεις στο αρχείο, παρά από μένα, που είχα ήδη αποδειχτεί σκληρός “παίχτης”. Και αν και τελικά οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, είμαι 100% σίγουρος ότι οι ανακρίσεις, η δίκη και η σχετική δημοσιότητα τους κόστισαν και ότι οι σημερινοί διευθυντές φυλακών, αρχιφύλακες, υπαρχιφύλακες και φύλακες, οι οποίοι εγκληματούν κατά κρατουμένων, τρίβουν τα χέρια τους από χαρά, όταν μαθαίνουν ότι οι αντιεξουσιαστές-αναρχικοί ποτέ δεν θα τους μηνύσουν, περιμένοντας την ημέρα που θα μπορέσουν να αυτοδικήσουν σε βάρος τους.
Τέλος, το να αρνείται κάποιος να υποβάλει μηνύσεις και από την άλλη να ζητάει από το κράτος να ελευθερώσει κάποιον κρατούμενο αντιεξουσιαστή, κάτι το οποίο είναι αυτονόητο ότι, αν γίνει, θα γίνει με βάσει τους υπάρχοντες νόμους, είναι καθαρή αντίφαση, γιατί από την μια μεριά θα γίνει χρήση νόμων στους οποίους υποτίθεται δεν πρέπει να προσφεύγουν οι αντιεξουσιαστές αναρχικοί και από την άλλη ζητάει από το κράτος να πάει ενάντια στον εαυτό του, εφόσον θα απελευθερώσει τον εχθρό του. Αλλά, φοβάμαι, ότι αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους αντιεξουσιαστές-αναρχικούς που παρακολουθούν σαν ακροατήριο τις δίκες και μάλιστα χειροκροτούνε, αν βγει κάποια επιεικής (κατ’ αυτούς) απόφαση, όπως μια πρόσφατη απόφαση του πενταμελούς εφετείου. Και μην ξεχνάμε ότι, εγώ που γράφω αυτές τις γραμμές, όταν κάποτε (1978) οδηγήθηκα μαζί με την σύντροφό μου στο δικαστήριο, για κατασκευή, κατοχή και απόκρυψη 8 βομβών μολότοφ με σκοπό την διάθεση σε τρίτους για διάπραξη κακουργημάτων, αρνηθήκαμε να συμμετάσχουμε στη δίκη, διώξαμε τους δικηγόρους μας, δεν καλέσαμε μάρτυρες υπεράσπισης, κρατήσαμε περιφρονητική στάση απέναντι στους δικαστές και επιχείρησα να διαβάσω ένα ειρωνικό γι’ αυτούς απολογητικό υπόμνημα, που τελικά δεν με άφησαν να ολοκληρώσω. Η στάση μας εξόργισε τους δικαστές και μας δώσανε 9 και 5 χρόνια φυλακής, χωρίς δικαίωμα έφεσης. Και για να είμαι δίκαιος απέναντι σε αυτούς που χειροκροτούνε, πρέπει να πω ότι και στην δική μας δίκη χειροκροτήσανε, όχι όμως μετά την απόφαση των δικαστών αλλά όταν, ακούγοντας την καταδίκη, φώναξα “Η Αναρχία ποτέ δεν πεθαίνει”. Και δεν μετανιώνω γι’ αυτήν μας την στάση, γιατί με το να μας κρατάνε 6 μήνες άδικα προφυλακισμένους, είχανε δείξει ότι γράφουν τους νόμους στους όρχεις τους και ότι η δίκη ήταν στημένη. Αυτά για να μην βγει κανείς και μου πει ότι έχω εμπιστοσύνη στην Δικαιοσύνη και γι’ αυτό υποστηρίζω τις μηνύσεις. Τις μηνύσεις τις υποστηρίζω, γιατί, όπως έδειξα παραπάνω, είναι όπλα της εξουσίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εναντίον της.

Η αδιαφάνεια στην λήψη αποφάσεων.

Η αδιαφάνεια στην λήψη αποφάσεων είναι ένα στερεότυπο, το οποίο δεν είναι προϊόν επιλογής αλλά θεωρείται αναγκαίο κακό ενός χώρου που επειδή κινείται στα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας έχει ανάγκη από συνωμοτισμό. Και εγώ είμαι ο τελευταίος που θα αμφισβητήσει την ανάγκη συνωμοτισμού, όταν ξέρω ότι ζω σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, όπου όσοι αντιστέκονται στην βία και στην τρομοκρατία των κάθε είδους ισχυρών, κινδυνεύουν όχι μόνο από αυτούς που διεκδικούν το μονοπώλιο της βίας, όπως η αστυνομία και κάθε είδους νόμιμα ένοπλα σώματα, αλλά και από τον οποιοδήποτε πολίτη που αρέσκεται να κάνει τον μπάτσο ή τον χαφιέ. Όμως, έχει επανειλημμένως παρατηρηθεί και παρατηρείται το φαινόμενο να παίρνονται καταστροφικές για κάποιες κινητοποιήσεις αποφάσεις από άτομα του χώρου τα οποία, στο όνομα της συνωμοτικότητας, δεν μαθαίνουμε ποτέ, όσοι γινόμαστε θύματα αυτών των αποφάσεων. Σαν παραδείγματα, αναφέρω μια αντιφασιστική πορεία του 1995, που ξεκίνησε από την πλατεία Κυψέλης και αδικιολόγητα μεταφέρθηκε με τον ηλεκτρικό στη Συγγρού και μια αντιφασιστική πορεία του 2009 που ξεκίνησε από την πλατεία Κάνιγγος και αδικιολόγητα μεταφέρθηκε στο Πολυτεχνείο. Από τις δύο αυτές αλλαγές στις κατευθύνσεις της πορείας βγήκαν κερδισμένοι οι φασίστες από τους οποίους δεν άνοιξε ούτε μύτη και ζημιωμένοι οι αναρχικοί που συγκρούστηκαν με την αστυνομία, χωρίς να υπάρχει λόγος.
Δεν νομίζω ότι παρανομεί κανένας, όταν συμμετέχει σε μια αντιφασιστική πορεία, για να κρύβεται τόσο πολύ ώστε να μην μαθαίνεται από τους συμμετέχοντες ποιος έχει την ευθύνη για απαράδεκτες αποφάσεις, όπως οι παραπάνω. Και δεν ζητάω, βέβαια, να βγει επώνυμα και να πει “εγώ ο τάδε μαζί με τον δείνα πήρα την τάδε απόφαση” και να δημοσιεύσει το όνομά του, το επάγγελμά του και την διεύθυνσή του σε εφημερίδα, όταν ξέρω ότι παραμονεύει η εφημερίδα “Στόχος” που δουλειά της είναι να στοχοποιεί τους αντιφασίστες προς όφελος των φασιστών, αλλά θεωρώ υποχρέωση όσων ευθύνονται για καταστροφικές αποφάσεις να βγαίνουν, έστω και καλυπτόμενοι πίσω από το όνομα μιας συλλογικότητας γνωστής για τους αγώνες της και προσιτής για όσους από τους ακτιβιστές θέλουν να την γνωρίσουν από κοντά, και να υπερασπίζεται με επιχειρήματα την απόφασή του. Η αδιαφάνεια στην λήψη τέτοιων αποφάσεων υποβιβάζει αυτούς που συμμετέχουν σε τέτοιες σημαντικές κινητοποιήσεις στο επίπεδο κοπαδιού που ακολουθεί τον τράγο και γι’ αυτό ο βοσκός κρεμάει κουδούνι στον τράγο, για αν ακούει προς τα που βρίσκεται το κοπάδι. Είναι απαράδεκτο για αναρχικούς να υποβιβάζονται στο επίπεδο κοπαδιού. Εγώ, προσωπικά, και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις που ανέφερα δεν ακολούθησα το πλήθος.
Αυτή η αδιαφάνεια είναι που προστατεύει, αν δεν κάνω λάθος, και αυτούς που λανσάρανε τα στερεότυπα τα οποία κριτικάρω σε αυτό το άρθρο μου. Γιατί είμαι σίγουρος, ότι αν αυτά τα στερεότυπα γινόντουσαν αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης δεν θα άντεχαν την κριτική και δεν θα είχαν επικρατήσει.
Αλλά δεν είναι μόνο η αδιαφάνεια στις λήψεις αποφάσεων που αφορούν εξέλιξη μιας πορείας. Η αδιαφάνεια χαρακτηρίζει και την ζωή και την δράση ατόμων, τα οποία συμμετέχουν στον χώρο και με τα λόγια και την στάση τους καθορίζουν λίγο-πολύ την πορεία του. Κι αν και δεν με πειράζει που πολύς κόσμος με ξέρει με το επίθετο ενώ εγώ τον ξέρω με το μικρό ή το παρατσούκλι, με πειράζει όταν δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί που έχουν το θράσος να με κρίνουν καλυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία ή παράγουν υλικό, όπως προκηρύξεις, αφίσες και περιοδικά που πλασάρονται για αναρχικά-αντιεξουσιαστικά και προωθούν ιδέες και δράσεις που έχουν ελάχιστη ή καθόλου σχέση με τον αναρχισμό, όπως αυτός έχει αναπτυχθεί στην ιστορία.
Πολλές φορές βρέθηκα με συντρόφους ή “συντρόφους” που δεν ήξερα “από που κρατάει η σκούφια τους”. Αρκετοί από αυτούς έρχονται και παρέρχονται, χωρίς να μαθαίνω που πάνε και γιατί χάνονται. Είναι απαράδεκτο να καθορίζουν αυτοί, με τον αριθμό τους, την πορεία ενός χώρου που τα λάθη του οδηγούν, μερικές φορές, σε τραγικές συνέπειες.
Η αδιαφάνεια είναι αυτή που κάνει τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο ευάλωτο στην διάβρωση. Όταν δεν μπορεί κανείς να ξέρει ποιος περπατάει δίπλα του σε μια πορεία, κι ας είναι και ασφαλίτης αυτός, και δεν ξέρει ποιος είναι αυτός που κάθεται δίπλα του σε μια συνέλευση, πολύ εύκολα μπορούν να παρεισφρήσουν χαφιέδες σε τέτοιους χώρους και να πιστεύουν όλοι ότι πρόκειται για συντρόφους.
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι το αναγκαίο κακό της αδιαφάνειας, όσο παραμένει απρόσβλητο, τόσο οι “αγκάλες” του χώρου είναι ανοιχτές για κάθε καρυδιάς καρύδι. Δεν είναι απαραίτητο να είναι χαφιές αυτό το “καρύδι”. Μπορεί να είναι απλά ένας χουλιγκάνος που αναζητάει στους χώρους των αναρχικών και των αντιεξουσιαστών ένα ασφαλές περιβάλλον για να εκδηλώσει ελεύθερα την βία του και τον σεξισμό του. Μπορεί να είναι ένας περιθωριακός ψιλοπαράνομος που αναζητάει συνεργούς για τις ψιλοπαρανομίες του. Μπορεί να είναι και κάποιος που ταυτίζει τον αναρχισμό με την παρανομία, χωρίς να τον ενδιαφέρει το ιδεολογικό περιεχόμενο. Αυτοί και πολλοί άλλοι, λίγο-πολύ άσχετοι προς τον αναρχισμό ή τις αντιεξουσιαστικές ιδέες, όταν γίνονται πολλοί αποκτούν δύναμη και οδηγούν το κίνημα προς κατευθύνσεις που ελάχιστη σχέση έχουν με τις αντιεξουσιαστικές ιδέες. Αν, όμως, η αδιαφάνεια δεν θεωρείται αυτονόητη αλλά ζητάμε από τους συνεργάτες μας στο χώρο να ανοίγουν τα χαρτιά τους σε όσους συνεργάζονται μαζί τους και να αναλαβαίνουν ευθύνες σαν άτομα για τις επιλογές τους, τότε η θέση των ξένων προς τις αναρχικές ιδέες ατόμων του χώρου γίνεται επισφαλής και για κάποιους έρχεται, αργά ή γρήγορα, η ώρα να αλλάξουν “στέγη”.

//ΠαραλληλοΓράφος//

activepropaganda

αντιπληροφόρηση

Ίσως σας ενδιαφέρουν…